- μισογύνῳ
- μισόγυνοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισογυνώ — μισογυνῶ, έω (Α) [μισόγυνος] μισώ, απεχθάνομαι τις γυναίκες, διάκειμαι εχθρικά εναντίον τους … Dictionary of Greek